Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

Για να γκρεμιστεί κάθε φυλακή και η λογική του εγκλεισμού

.

(Αναδημοσίευση)

Μέχρι να γκρεμιστεί και το τελευταίο κελί

Ανοιχτή επιστολή από την Γαλλία ενάντια στις φυλακές και τον εγκλεισμό


Επιμέλεια, μετάφραση: Κωστής Μαργιόλης - Kοινωνία + Κινήματα - 07/06/2014 

Ελλάδα 2014. Αυτόκλητοι τηλεδικαστές, υπερασπιστές του νόμου και της τάξης παραληρούν, ζητούν να ορίζουν ακόμα και το δικαίωμα των φυλακισμένων σε άδεια. Ωρύονται από την τηλεοπτική τους καθέδρα για την ανθρώπινη μεταχείριση που απολαμβάνουν όσοι θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται ως κτήνη. Παραφρονούν βλέποντας το «σωφρονισμό» να αναπαράγει βία και ζητούν από αυτούς που αποφασίζουν για τις ζωές ανθρώπων «αμείλικτη στάση απέναντι στους εγκληματίες». Ταυτόχρονα μια φασίζουσα κυβέρνηση χτίζει νέες φυλακές «υψίστης ασφαλείας» για να ικανοποιήσει αυτές ακριβώς τις ακόρεστες ορέξεις. Τις κανιβαλιστικές διαθέσεις μιας κοινωνίας που γαλουχήθηκε να διψά για αίμα, για περισσότερη  πειθαρχία, πιο σκληρές ποινές, πιο πολλή κρατική βία, πιο πολλά κελιά. 
Στη Γαλλία δημοσιεύθηκε αυτές τις μέρες από τον ιστότοπο Mediapart μια ανοιχτή επιστολή «Για την κατάργηση των φυλακών, των μηχανισμών και της λογικής της» (http://blogs.mediapart.fr/edition/les-invites-de-mediapart/article/040614/abolir-la-prison-ses-mecanismes-et-ses-logiques). Την υπογράφουν διανοούμενοι, πρώην κρατούμενοι, επιστήμονες και δημοσιογράφοι που απαιτούν «να πεταχτεί στα πιο βαθιά μπουντρούμια της Ιστορίας» αυτό το αρχαϊκό σύστημα που επιτρέπει «τη φυλάκιση ανθρώπου από άνθρωπο».  Ελπίζουμε κι εμείς, μαζί με τους συντάκτες της, ότι σύντομα η φωνή τους δεν θα ακούγεται τόσο αιρετική και το πρόταγμά τους θα αποτελεί ήδη κεκτημένο προς μια άξια του ονόματός της «ανθρώπινη κοινωνία».

Για να γκρεμιστεί κάθε φυλακή και η λογική του εγκλεισμού
(ανοιχτή επιστολή από τη Γαλλία)
«Οι αρχές πάνω στις οποίες χτίστηκε η φυλακή ήταν αυτές της φιλανθρωπίας: κατά την περίοδο του εγκλεισμού του ο παραβάτης θα συλλογιζόταν, θα βελτιωνόταν, θα ξαναγεννιόταν. Η ιστορία κατατρόπωσε αυτές τις θλιβερές ανοησίες. Μια φυλακή δεν μπορεί να οικοδομηθεί παρά μόνο πάνω στην απόλυτη πνευματική σκληρότητα, διαφορετικά η φυλάκιση στηρίζεται απλώς σε μια ελπίδα ότι όλα θα πάνε καλά μετά το τέλος της, δηλαδή σε κάτι εντελώς αδιανόητο». Όταν η Κατρίν Μπέικερ [δημοσιογράφος ελευθεριακών πεποιθήσεων, συγγραφέας και υπέρμαχος της κατάργησης των φυλακών] έγραφε αυτές τις γραμμές το Μάρτιο του 1984, στη Γαλλία κρατούνταν σε φυλακές 38.600 άτομα. Τριάντα χρόνια μετά έχουν αυξηθεί σε 69.000 και ο μέσος χρόνος εγκλεισμού τους έχει υπερδιπλασιαστεί (από τους 5,5 σε περισσότερους από 12 μήνες).
Αδυνατώντας να καθησυχάσει μια κοινή γνώμη που ζητά διαρκώς περισσότερη ασφάλεια, η πολιτική που εφαρμόζεται εδώ και μισό αιώνα οδηγεί στον εγκλεισμό όλο και περισσότερα άτομα και μετατρέπει σταδιακά το Κράτος πρόνοιας σε Κράτος τιμωρίας. Τα σχέδια κατασκευής νέων φυλακών διαδέχονται με φρενήρεις ρυθμούς το ένα το άλλο καθώς οι εμπνευστές τους επιμένουν να εγγυώνται το τέλος του χρόνιου προβλήματος του υπερπληθυσμού των φυλακών και τον «εξανθρωπισμό» των συνθηκών κράτησης. Στην πραγματικότητα, όσο αυξάνεται ο αριθμός των κελιών τόσο μεγαλώνει κι ο αριθμός των κρατουμένων. Εν είδει εξανθρωπισμού βλέπουμε ένα παγερό αποστειρωμένο περιβάλλον, έντονα χρώματα και ηλεκτρονικά συστήματα επιτήρησης σε αντικατάσταση της παλιάς λίγδας και των ανθυγιεινών υπνωτηρίων. Ακόμα όμως κι ένα «χρυσό» κλουβί παραμένει κλουβί. Κι ο κρατούμενος -ή όπως λέγεται πλέον «ο χρήστης δημοσίων υπηρεσιών σωφρονισμού»- παραμένει ένα χάμστερ σε κλουβί. Τίποτα ή σχεδόν τίποτα δεν μπορεί να κάνει ο κρατούμενος για να περάσει ο χρόνος. Κάποιες φορές του δίνεται δυνατότητα για μια επαναλαμβανόμενη και υποαμειβόμενη δουλειά. Η αλληλογραφία του; Κάθε άλλο παρά απόρρητη. Οι επισκέψεις; Περιορισμένες, ελεγχόμενες και επιτηρούμενες. Σε περίπτωση απρεπούς συμπεριφοράς  τον περιμένει το πειθαρχείο, ένα πραγματικό μπουντρούμι όπου ο φυλακισμένος υποβιβάζεται στο επίπεδο του ζώου. Για τους πιο απείθαρχους ή τους αυστηρά επιτηρούμενους; Υπάρχει η απομόνωση, το λευκό κελί που σε καταστρέφει αργά και βασανιστικά. Η λίστα είναι ατέλειωτη. «Δεν χρειάζεται να επαναληφθούν τα αυτονόητα: ο εγκλεισμός σε κάνει τρελό, άρρωστο, σκληρό και άπληστο» έγραφε πριν χρόνια η Κατρίν Μπέικερ. Κάτι φαινομενικά παράδοξο καθώς «κανείς δεν επιθυμεί να ζει σε έναν κόσμο όπου κάποιοι παίρνουν το ρίσκο να φυλακίζουν άλλους ανθρώπους καθιστώντας τους ακόμα πιο απειλητικούς από όσο είναι».

Η βασική ποινή του φυλακισμένου είναι ο κενός χρόνος που περνά αμείλικτα. Είναι η αίσθηση της απώλειας του χρόνου που σιγοτρώει το σώμα και το πνεύμα. Όλα τα άλλα -ο κορεσμός των κελιών, η απομόνωση, η πειθαρχία- δεν είναι παρά οι διαφορετικές πτυχές του ζητήματος που έχουν ως αποτέλεσμα τον αργό θάνατο αυτού ή αυτής που η κοινωνία έχει απορρίψει. Ο φυλακισμένος σκοτώνει το χρόνο του αλλά στην ουσία είναι ο χρόνος που τον σκοτώνει. Γερνά χωρίς να έχει ζήσει πραγματικά κι όταν βγαίνει από τη φυλακή λέμε ότι εξέτισε το χρόνο του. Όμως ο χρόνος τον έχει διαβρώσει, τον έχει θρυμματίσει. Περισσότερο από κάθε άλλο άνθρωπο, ο φυλακισμένος είναι το κουφάρι του χρόνου.
Όταν έρχεται η ώρα της απελευθέρωσης πρέπει να μάθει ξανά να ζει: να ανακτήσει την αυτονομία του ενώ για μήνες ή για χρόνια βρισκόταν σε κατάσταση απόλυτης εξάρτησης, ακόμα και για την πιο απλή κίνηση ή μετακίνηση, έχοντας απωλέσει κάθε ελευθερία βούλησης και επενέργειας στην καθημερινότητά του. Πρέπει να μάθει ξανά τους «έξω» τρόπους να ζει ενώ έχει περάσει τόσο καιρό υπό το καθεστώς των ειδικών νόμων του σωφρονιστικού συστήματος. Πρέπει να μάθει ξανά να αγαπά και να αγγίζει ενώ για χρόνια είχε στερηθεί κάθε φυσική επαφή. Πρέπει να μάθει ξανά να ανοίγει τις πόρτες ενώ για χρόνια τις έβλεπε μόνο να κλείνουν μπροστά του. Τελικά πρέπει να μάθει ξανά πώς θα ολοκληρωθεί ως άνθρωπος ενώ μπορεί να μην το έχει μάθει ποτέ.
[…]
Η φυλακή αποτελεί την κατεξοχήν συνθήκη που δεν πρέπει να επιχειρήσουμε να αναμορφώσουμε παρά μόνο να καταργήσουμε. Πρώτον, επειδή το σωφρονιστικό ίδρυμα είναι τέτοιο που κάθε πρόοδος πληρώνεται με την αντίστοιχη οπισθοδρόμηση. Έτσι, η θεσμοθέτηση «ειδικών καθεστώτων» κράτησης θα επέτρεπε σε ορισμένους κρατούμενους να παρακάμψουν τις πειθαρχικές διαδικασίες ενώ σε άλλους όχι. Η κατάργηση της φυλακής αποτελεί επιλογή επειδή η φυλακή φέρει μέσα της την αμείλικτη λογική του αποκλεισμού που καταλήγει να περιθωριοποιεί και να φτωχοποιεί εκείνους που βρέθηκαν σε αυτήν εξαιτίας της επισφαλούς θέσης τους στην κοινωνία ή στον οικογενειακό τους κύκλο. Η μεταρρύθμιση της φυλακής είναι αδύνατη διότι η ενδογενής βία της γεννά σε αυτούς που τη βιώνουν μίσος και εχθρότητα προς οποιονδήποτε άλλο και προς το σύνολο της κοινωνίας: αισθήματα που κάθε κοινωνικό σώμα θα έπρεπε να αποφεύγει να αναπαράγει. Η κατάργησή της είναι επιτακτική διότι η φυλάκιση έχει αποτύχει πλήρως, όπως όλες οι μελέτες αποδεικνύουν, να αποτρέψει τον υποτροπιασμό και έτσι προκαλεί στην κοινωνία περισσότερο κακό παρά καλό.
Αλλά θα πρέπει επίσης να καταργηθεί γιατί συνιστά ένα σύμβολο. Ως μια παρασιτική απόφυση των κοινωνιών μας, μοιάζει να είναι η συμπυκνωμένη μορφή κάθε κακού. Η απομόνωση, η μοναξιά και ο διαχωρισμός εξωθούνται εκεί στα άκρα τους. Έξω, ο δημόσιος χώρος, η αστικοποίηση, η αρχιτεκτονική και οι μεταφορές αποκτούν όλο και περισσότερο χαρακτηριστικά σωφρονισμού. Κι ακόμα στον έξω κόσμο, η δουλειά και οι εμπορευματοποιημένες κοινωνικές σχέσεις αναπαράγουν τον εγκλεισμό, τις νευρώσεις και την απελπισία.
[…]
Το 1981 η κατάργηση της θανατικής ποινής [στμ: στη Γαλλία] αντανακλούσε κοινωνιολογικά μια αναγκαιότητα. Ενώ όμως η Γαλλία υπήρξε από τις πρώτες χώρες της δυτικής Ευρώπης που έθεσε εκτός νόμου αυτή την απόλυτη άρνηση της αξίας της ανθρώπινης ζωής, το αποτέλεσμα της πράξης ήταν παράδοξο. Χωρίς να καταφέρει να επιλύσει ένα ηθικό και πολιτικό πρόβλημα που ετίθετο στο πλαίσιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η κατάργηση της θανατικής ποινής δεν έβαλε τέλος ούτε στη λογική της εξόντωσης που επιζεί στη χώρα μας. Αυτοί που ονομάζουμε σήμερα «βαρυποινίτες» δεν είναι τίποτε άλλο παρά καταδικασμένοι σε αργό θάνατο, σε κοινωνικό θάνατο. Έχοντας υιοθετηθεί λοιπόν προκειμένου να ανταποκριθεί σε ένα ισχυρό κοινωνικό κίνημα στο οποίο ο συναισθηματισμός πάλευε με την υποκρισία, η κατάργηση της θανατικής ποινής δεν σηματοδότησε τόσο το συμβολικό ερχομό της Αριστεράς [στμ: με την  ανάρρηση του Φρανσουά Μιτεράν στην προεδρία της χώρας] όσο την επιβεβαίωση των ορίων της σκέψης της. Σε κάθε περίπτωση, το τέλος της θανατικής ποινής δεν έβαλε τέλος ούτε στο θάνατο (αφού μετά την τελευταία εκτέλεση κρατουμένου το 1977 έχουν αυτοκτονήσει περισσότεροι από 3.000 κρατούμενοι) ούτε στις ποινές μέσα στη φυλακή. [στμ: υπονοείται επίσης ότι «δεν έβαλε τέλος ούτε στον πόνο μέσα στις φυλακές» καθώς με τη γαλλική λέξη peine αποδίδεται τόσο η ποινή όσο και ο πόνος].
Υποστηρίζουμε ότι στις μέρες μας το να κρατάς κάποιον έγκλειστο δεν σημαίνει ότι τον τιμωρείς: σημαίνει ότι αφήνεις να διαιωνίζεται ένα αρχαϊκό σύστημα που είναι πλέον ξεπερασμένο και ασύμβατο με τις μεταμοντέρνες κοινωνίες. Απαιτούμε να πεταχτεί μέσα στα πιο βαθιά μπουντρούμια της Ιστορίας αυτή η απεχθής πρακτική που επιτρέπει την απομόνωση και τον εγκλεισμό ανθρώπου από άνθρωπο. Είναι πεποίθησή μας ότι δεν θα περάσει πολύς καιρός μέχρι η φυλάκιση να θεωρείται από τους ανθρώπους ως η πλέον αδιάψευστη ένδειξη της βαναυσότητας, της έκπτωσης των ηθών και των συναισθημάτων που χαρακτήριζε την ανθρωπότητα μέχρι και τις αρχές του 21ου αιώνα. Αρνούμαστε ότι η Δικαιοσύνη μπορεί στο όνομα του δικαίου να καταδικάζει ανθρώπους σε ποινές φυλάκισης.
Φιλίπ Μπουβέ, καθηγητής ιστορίας / γεωγραφίας, πατέρας φυλακισμένου
Αλέν Κανζινά, πρόεδρος της οργάνωσης Renaitre (αποτελείται από αποφυλακισμένους και παρεμβαίνει και αναδεικνύει περιπτώσεις κακομεταχείρισης στις φυλακές)
Οντρέ Σενί, αποφυλακισμένη, δασκάλα και συγγραφέας του αυτοβιογραφικού βιβλίου Girlfight
Λουσί Νταβί, δικηγόρος
Φιλίπ Ελ Σενάουι, πρώην κρατούμενος
Τονί Φερί, φιλόσοφος
Σαμουέλ Γκοτιέ, κινηματογραφιστής
Γιάννης Λαντόμ, δικηγόρος
Ζακ Λεζάζ, συγγραφέας και ψυχολόγος
Ο άγνωστος τρόφιμος, ψευδώνυμο το οποίο χρησιμοποιεί ως μπλόγκερ κρατούμενος των γαλλικών φυλακών (http://www.rue89lyon.fr/category/blogs/taulard-inconnu)
Τιερί Λοντέ, βιολόγος
Νοέλ Μαμέρ, ανεξαρτητοποιημένος βουλευτής του κόμματος Ευρώπη, Οικολογία, Πράσινοι
Γκαμπριέλ Μουεσκά, ιστορικό στέλεχος της βασκικής αυτονομιστικής οργάνωσης Iparretarrak και πρώην πρόεδρος του Διεθνούς Παρατηρητηρίου Φυλακών (OIP)
Γιαν Μουλιέ Μπουτάν, οικονομολόγος
Μισέλ Ονφρέ, φιλόσοφος, συγγραφέας
Αντουάν Παρί, δημοσιογράφος