Η περίσσεια δύναμη ψυχής, το πάθος της για να ζήσει, ο τρόπος σκέψης της, η αγάπη για το μοναχοπαίδι της και εκείνο το μεγαλειώδες κύμα υποστήριξης από απλό κόσμο, συγγενείς, φίλους, γιατρούς που απλώθηκε γύρω της, ήταν όλα αυτά που οδήγησαν την Κωνσταντίνα Κούνεβα, έπειτα από έναν χρόνο νοσηλείας, στην έξοδο του «Ευαγγελισμού». Είναι όλα αυτά που και σήμερα, 14 μήνες μετά την επίθεση που δέχτηκε από αγνώστους με βιτριόλι, την κρατούν όρθια στο καινούργιο σπίτι της, αυτό που της παραχώρησε η Πολιτεία, στα Ανω Πετράλωνα.
Εκεί τη συναντήσαμε ένα απόγευμα, ύστερα από παράκλησή της να πάμε λίγο αργότερα, για να μπορέσει να διαβάσει ο Εμμανουέλ, και η έκπληξη ήταν μεγάλη, όταν την είδαμε όρθια μπροστά από την ηλεκτρική κουζίνα να του ετοιμάζει το φαγητό του. Αυτό εξάλλου ήταν και το όνειρό της, η επιθυμία της, όπως μας την είχε ψιθυρίσει τον περασμένο Ιούλιο, που την είχαμε δει στον «Ευαγγελισμό»: Να γυρίσει σπίτι της και να μεγαλώσει το παιδί της. Αυτό ακριβώς είχε πει και στον άγνωστο άνδρα εκείνο το βράδυ όταν την ακινητοποίησε και της έριξε το βιτριόλι στο πρόσωπο: «Μην μου το κάνεις αυτό, πώς θα μεγαλώσω τώρα το παιδί μου;».
Η διαφορά από τον περασμένο Ιούλιο είναι σημαντική. Και στην εμφάνισή της, αλλά και στη ψυχολογία της. Εξωτερικά, τα πράγματα φαίνονται καλύτερα. Η Κωνσταντίνα περπατάει, μιλάει πιο καθαρά, ο θόρυβος από την τραχειοστομία είναι μικρότερος, αλλά οι βλάβες στο πρόσωπό της και σε κάποια ζωτικά όργανά της παραμένουν. Τουλάχιστον για τα δύο επόμενα χρόνια θα συνεχιστεί η ιατρική παρακολούθησή της, οι εξετάσεις και οι εγχειρήσεις.
Και αν η αλλαγή της εξωτερικά είναι προς το καλύτερο, μέσα της, στην ψυχή της, στο μυαλό της, μια άλλη αλλαγή, μεγάλη, καθοριστική πρέπει να έχει συμβεί, που η Κωνσταντίνα προσπαθεί επιμελώς να την κρύψει. Γιατί ίσως ούτε η ίδια δεν θέλει να την παραδεχτεί.
Η δυναμική συνδικαλίστρια, που πάλεψε με δύναμη και πάθος για τα εργασιακά δικαιώματα των καθαριστριών και που ίσως αυτός ο αγώνας να την οδήγησε στο κατώφλι του θανάτου, δεν φαίνεται πλέον τόσο αισιόδοξη όσο το περασμένο καλοκαίρι. Η απογοήτευση είναι έκδηλη στο πρόσωπό της, αυτό που οι ασύλληπτοι -ακόμα- δράστες κατάφεραν να της παραμορφώσουν, και μια απαισιοδοξία ξεπηδά μέσα από τις κουβέντες της.
«Οταν συνέβη το περιστατικό, πίστεψα ότι κάτι πάει να γίνει. Οταν μάθαινα γι' αυτήν τη φοβερή κινητοποίηση, πίστεψα ότι το μήνυμα είχε περάσει και ότι θα γίνονταν πράξη όλα αυτά που χρόνια προσπαθούσαμε με τα κορίτσια στο Σωματείο. Τώρα όμως που μαθαίνω ότι τα πράγματα χειροτερεύουν αντί να καλυτερεύουν, αναρωτιέμαι: Πού βρίσκονται αυτοί οι άνθρωποι; Τι νομίζουν, ότι η ζωή δεν τελειώνει; Οτι πρέπει να πάρουμε τα πάντα σε αυτή τη ζωή χωρίς να δώσουμε αγάπη; Δεν μπορώ να τους καταλάβω. Ολους. Τους εργολάβους, τα συνδικάτα, τα υπουργεία. Ολοι είναι πλοκάμια του συστήματος, από αυτούς εξαρτάται η κοινωνία μας».
Και δεν είναι μόνο αυτό που τη στεναχωρεί και την απογοητεύει. Είναι και το γεγονός ότι αυτοί που της έριξαν το θανατηφόρο οξύ, κυκλοφορούν ακόμα ελεύθεροι, ενώ την ίδια στιγμή η υπόθεσή της οδεύει προς το αρχείο για δεύτερη φορά.
Αν και το περίμενε όπως μας λέει, γιατί «δεν υπήρχε από την αρχή διάθεση σ' αυτούς που έκαναν τις έρευνες, δεν έψαξαν σοβαρά, δεν έκαναν τις σωστές κινήσεις».
- Με αφορμή το δικό σου περιστατικό βγήκε στο φως ένας εργασιακός μεσαίωνας. Παρ' όλα αυτά, οι εργασιακές συνθήκες παραμένουν ίδιες και καμία ουσιαστική αλλαγή δεν έχει γίνει. Πώς το βλέπεις αυτό; τη ρωτάμε.
«Αφού δεν έχει χάσει κανένας την εταιρεία του, δεν τιμωρήθηκε κανένας εργοδότης για παραβιάσεις εργατικής νομοθεσίας, αυτόματα σημαίνει ότι είναι ελεύθερος να κάνει ό,τι θέλει. Δεν χρειάζεται να είναι σωστός, αφού κανείς δεν του ζητάει λογαριασμό. Αρα συνεχίζει να κάνει αυτό που έκανε όλα τα προηγούμενα χρόνια. Να παρανομεί. Ολοι αυτοί δεν πήραν τα έργα για να προσφέρουν στην κοινωνία, τα ανέλαβαν μόνο μ' ένα σκεπτικό: το κέρδος».
Και ενώ φαίνεται ότι η Κωνσταντίνα Κούνεβα, η μετανάστρια από τη Βουλγαρία, που όταν το 2001 έφτασε στην Ελλάδα τής φάνηκε παράξενο που πολλοί Ελληνες δεν γνώριζαν τη λέξη «συνδικάτο», έχει συνειδητοποιήσει πολύ καλά την κατάσταση, δεν το βάζει κάτω:
«Εξαρτάται από τη θέλησή μας και το όραμά μας ν' αλλάξουμε τα πράγματα στο εργασιακό κομμάτι. Εμείς πάντως θα το παλέψουμε».
Η συζήτηση στο σαλόνι του σπιτιού της θα διακοπεί πολλές φορές. Αλλοτε από τα τηλέφωνα που χτυπούν, άλλοτε από τον Εμμανουέλ που θα τη ρωτήσει για τα μαθήματά του και θα την πνίξει στα φιλιά, άλλοτε από τον νεαρό που θα έρθει για να τους φέρει φαγητό από την ψησταριά όπου δουλεύει, σαν δείγμα συμπαράστασης και αγάπης, και άλλοτε για να ξεκουραστεί λίγο η Κωνσταντίνα.
- Βολευτήκατε στο σπίτι; τη ρωτάμε.
«Σιγά σιγά. Πάντως έχουμε κρεβάτι για να κοιμόμαστε, τραπέζι για να φάμε», μας απαντά.
- Νιώθεις χαρούμενη, που είσαι σπίτι σου, με το παιδί σου;
«Είμαι πιο ευχαριστημένη που τον βλέπω μπροστά μου, που είμαστε σπίτι, είναι όλοι πιο ήσυχοι, και η μητέρα μου δεν τρέχει πια στο νοσοκομείο. Οταν, όμως, δεν βλέπεις καθαρά και η ομίχλη παραμένει ομίχλη, δεν μπορώ να σας πω ότι αισθάνομαι μια χαρά. Θα χαρώ όταν θα μπορέσω να βγω έξω, όταν θα είμαι υγιής, όταν θα βλέπω καθαρά, όταν θα μπορώ να βοηθήσω τη μητέρα μου στο σπίτι, όταν θα σταματήσω να τους είμαι πια βάρος».
Σχεδόν 14 μήνες συμπληρώνονται σε λίγες μέρες από τότε που η γυναίκα, η μάνα, η συνδικαλίστρια, η εργαζόμενη, βρέθηκε αναπάντεχα αγκαλιά με τους δολοφόνους της. Την ξαναρωτάμε το ίδιο που την είχαμε ρωτήσει και στην πρώτη μας συνάντηση. Και που εκείνη η απάντησή της είχε κάνει αίσθηση. Μάλιστα, πολλοί την είχαν σχολιάσει λέγοντας «πώς μπορεί να είναι τόσο μεγαλόψυχη;».
- Κωνσταντίνα, εξακολουθείς να λυπάσαι αυτούς που σου έκαναν τόσο μεγάλο κακό ή μήπως με το πέρασμα του χρόνου τα συναισθήματα άλλαξαν;
«Οχι, δεν έχουν αλλάξει. Τους λυπάμαι. Και κάνατε πολύ καλά που το γράψατε τότε, γιατί η απάντησή μου βοήθησε πολύ κόσμο να δει τα προβλήματά του με άλλον τρόπο σκέψης».
- Και αυτό είναι κάτι που βοηθάει κι εσένα;
«Απλά, λέω ότι είμαι στο σωστό δρόμο σκέψης».
Η συζήτηση που είχαμε με την Κωνσταντίνα Κούνεβα εκείνο το βροχερό απόγευμα ίσως έκλεισε με τον καλύτερο τρόπο. Η έκπληξη που της επιφύλασσε στο τέλος της κουβέντας η πρόεδρος του Σωματείου, Βλασσία Δημητρακοπούλου, βάλσαμο στην ψυχή τής συνδικαλίστριας, παράθυρο φωτός στην ομίχλη που τη συντροφεύει.
Της έδωσε να υπογράψει την αίτηση υποψηφιότητάς της για τις εκλογές του Σωματείου, τον ερχόμενο Μάρτιο.
Και όταν η αντιπρόεδρος Βάσω Τσούνη τη ρώτησε: «Τι λες Κωνσταντίνα; Θα τα καταφέρουμε στις εκλογές;», εκείνη χαμογελώντας απάντησε: «Γιατί να μην τα καταφέρουμε; Τα καταφέραμε τότε. Γιατί όχι και τώρα;».
2 σχόλια:
είναι λυπηρό να ξεχνάει ο κόσμος τόσο εύκολα. βλέπεις όμως την πραγματικότητα... κι η πραγματικότητα λέει ότι τα πράγματα δεν προχωρούν με "ενθουσιασμούς"... αλλά με αργά βήματα μέσα στον χρόνο.
ελπίζω αυτή η γυναίκα κάποια στιγμή να δικαιωθεί και από την πολιτεία.
ξεχνιέται η Κούνεβα;
Δημοσίευση σχολίου