Απόσπασμα από την συνέντευξη που έδωσε η Κωνσταντίνα Κούνεβα στο Γιάννη Κιμπουρόπουλο για το τρίτο τεύχος του περιοδικού mono.
- Ας μιλήσουμε, λοιπόν, για την αλλαγή του ‘89 στη Βουλγαρία. Πώς την έζησες;
- Στην πραγματικότητα, η κρίση είχε ξεκινήσει πολλά χρόνια πριν. Το σύστημα της κρατικής οικονομίας είχε καταρρεύσει. Οι γονείς μου δεν είχαν λεφτά να μου δώσουν, έμενα στη φοιτητική λέσχη, που ήταν πάμφθηνη, αλλά με το ζόρι μάζευα κι αυτά τα λεφτά. Οι γονείς μου ήταν απλήρωτοι για ένα και ενάμιση χρόνο. Η μάνα μου έραβε παπλώματα για να συμπληρώνει το εισόδημα, πήγαιναν με τον πατέρα μου στο χωριό όπου φυτεύαμε λαχανικά, είχαμε και λίγα ζώα και εξασφαλίζαμε τροφή. Μας έσωσε το χωριό, κι εμάς κι όσους είχαν αυτή την «πολυτέλεια». Αυτό κράτησε 4-5 χρόνια. Το ’89-’90, όταν κορυφώθηκε η κρίση, τα σούπερ μάρκετ ήταν άδεια. Ψωνίζαμε με κουπόνια, ψωμί, γιαούρτι, γάλα, σαλάμι. Μόνο με κουπόνια.
Παντού έβλεπες άδεια ράφια. Και τεράστιες ουρές για να πάρεις αυτά τα δυο-τρία βασικά είδη. Εμείς οι φοιτητές είμαστε ακόμη χειρότερα, γιατί το σύστημα διανομής των τροφίμων δεν μας είχε υπολογίσει και τα κουπόνια μας ήταν άχρηστα. Έπαιρνα, λοιπόν, ψωμί από το εστιατόριο, το καψάλιζα και το συνόδευα με τσάι. Μ’ αυτό επέζησα. Επομένως, μιλάμε για πραγματική πείνα. Όταν κάποιος φοιτητής έπαιρνε δέμα από τους γονείς του, μαζευόμαστε και τρώγαμε όλοι μαζί ό,τι του είχαν στείλει. Κι ύστερα περιμέναμε το δέμα του επόμενου…
- Κάνατε αναδιανομή πλούτου, δηλαδή…
-Ναι. Παρά τη φτώχεια, ήμασταν πολύ δεμένοι μεταξύ μας. Τώρα οι Βούλγαροι είναι πολύ απομονωμένοι. Παλιά υπήρχε δέσιμο. Υπήρχαν οι φίλοι, οι συγγενείς, οι γείτονες… Υπήρχε αλληλεγγύη. Μετά, όταν επικράτησε ο καπιταλισμός και το σύστημα της αγοράς, άρχισε και ο διαχωρισμός σε πλούσιους και φτωχούς, γεννήθηκε φθόνος και θυμός μεταξύ των ανθρώπων και απομακρύνθηκαν. Προκάλεσε πολύ βαθύ ψυχολογικό τραύμα αυτή η περίοδος. Και το τραύμα παραμένει και σήμερα. Τότε καταγράφηκε έξαρση στις αυτοκτονίες. Ακόμη και οικογενειακές αυτοκτονίες. Είχαμε μάθει να είμαστε πολύ συνεπείς στις υποχρεώσεις μας. Όταν, λοιπόν, κόβανε το ρεύμα ή το νερό σε ένα νοικοκυριό, πολλοί άνδρες, που υποτίθεται ότι είχαν την οικονομική ευθύνη του σπιτιού, δεν το άντεχαν. Ευτυχώς, νομίζω πως τώρα αυτό το φαινόμενο έχει υποχωρήσει πια.
- Ωστόσο, υποτίθεται ότι ο κόσμος ήθελε την αλλαγή του καθεστώτος.
- Ναι, αλλά όχι αυτή την αλλαγή. Ήθελε έχει ελευθερία της πληροφόρησης, της έκφρασης. Αλλά όχι να καταστραφούν κι αυτά που είχαμε χτίσει, το σύστημα υγείας, το σύστημα παιδείας, τα εργοστάσια. Με τις ιδιωτικοποιήσεις πουλούσαν εργοστάσια µε 3.000 εργαζόμενους έναντι ενός δολαρίου, εν ονόματι των ζημιών και των χρεών που είχαν. Οι τιμές αυξάνονταν, ο πληθωρισμός έτρεχε ακόμη και µε 400% και ο μισθός έµενε κολλημένος. Ο μισθός που η μητέρα µου πήρε, µε καθυστέρηση, για δουλειά μιας χρονιάς, έφτανε να ζήσουμε μόλις δυο εβδοµάδες.
- Υπάρχουν αναλογίες, λοιπόν, ανάμεσα σε αυτό που έγινε εκεί κι αυτό που συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα.
- Φυσικά. Όταν πρωτοήρθα στην Ελλάδα χάρηκα που έβρισκα εδώ να ισχύουν όσα είχαμε στερηθεί από άποψη κοινωνικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων στη Βουλγαρία. Έβρισκα το εργατικό δίκαιο, τα ανθρώπινα δικαιώματα, όσα σε μας είχαν καταστραφεί με τις μεταρρυθμίσεις που είχε επιβάλει το ΔΝΤ. Κάναμε διαδηλώσεις, κλείσαμε δρόμους, η Βουλή είχε καεί 2-3 φορές, αλλά αυτά που ήθελε να περάσει η Ε.Ε. και το ΔΝΤ τα πέρασαν. Απείχαμε από τις εκλογές, για σχεδόν πέντε χρόνια υπήρχε προσωρινή κυβέρνηση, από τεχνοκράτες και ειδικούς, που εκ του πλαγίου πέρασε όσα δυσκολεύονταν να στηρίξουν τα κόμματα. Τα βήματα, λοιπόν, ήταν περίπου τα ίδια, αν εξαιρέσεις ότι αυτό που ξηλωνόταν ήταν ένα διαφορετικό σύστημα.
- Και οι διαφορές; Ποιες διαφορές διακρίνεις ανάμεσα στις δυο καταστάσεις;
- Ίσως εδώ ο κόσμος έχει περισσότερο πλούτο, και αντέχει περισσότερο. Στη Βουλγαρία δεν είχαμε περιουσιακά στοιχεία, εκτός από τα σπίτια μας. Αργότερα, το νέο καθεστώς επέστρεψε γη, ακόμη και επιχειρήσεις ή εργοστάσια στους παλιούς ιδιοκτήτες. Αλλά αυτό αφορούσε λίγους. Γι’ αυτό οι Βούλγαροι αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν. Δεν είχαν πού να βασιστούν. Η πόλη μου, η Σιλίστρα, πριν από είκοσι χρόνια είχε 86.000 κατοίκους, σήμερα έχουν απομείνει 10.000. Πρώτοι έφυγαν οι γέροι, που δούλευαν στα σπίτια, έπειτα οι πιο νέοι, και τώρα οι ακόμα νεότεροι. Σπουδάζουν έξω και μένουν εκεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου