Πρώτη φορά, την είδα την προηγούμενη Τετάρτη στην Ερμού. Ήρθε εκεί που πίναμε τον βιαστικό όρθιο καφέ μας και στάθηκε ανάμεσα μας. Μου έκανε εντύπωση που δεν είχε το χέρι απλωμένο, όπως συνηθίζουν τα παιδιά που εξαναγκάζονται – και συνηθίζουν – σ' αυτή τη ζωή. Θα το γράψω κι ας διαφωνήσει όλο το σύμπαν: δεν έβαλα το χέρι στην τσέπη να ψάξω για κάποιο κέρμα. Δεν το κάνω ποτέ. Προτιμώ να αγοράσω κάτι φαγώσιμο ή ένα γάλα στο πλάσμα που μου ζητάει «κάτι ψιλά», παρά να δώσω χρήματα. Βλακωδώς ή όχι, θεωρώ ότι αν το κάναμε όλοι, θα έπαυε ένας σκασμός κρετίνοι να αμολάει τις ψυχές -που αβασάνιστα έφερε στον κόσμο- στον δρόμο. Σ' έναν δρόμο που περπατιέται προδιαγεγραμμένα και βγάζει σε πολύ συγκεκριμένες επιλογές. Πάμε παρακάτω.
Δεύτερη φορά, την είδα σ' ένα λεωφορείο που πήγαινε Μαρούσι. Πάλι τα ίδια μάτια, μόνο μάτια, όχι χέρι απλωμένο, μόνο μία μικροσκοπική φάτσα, ένα κεφάλι μέσα σε σκουφί, αφού γύρισε όλο το "πηγμένο" λεωφορείο ήρθε και έγειρε πάνω μου, σχεδόν ξεκουραζόταν. Κατέβηκε πριν από εμένα, υπό βροχή, λίγο πριν τον ΑΝΤ1... Λίγο πριν κλείσει η πόρτα πίσω της, μια κυρία με συμβούλευσε να «ψαχτώ», ότι και καλά δεν μου 'λειπε τίποτα, γιατί η μικρή ξεκουράστηκε, στο ύψος που βρίσκονται οι τσέπες του παλτού. Εννοείται δεν έλειπε τίποτα.
Τρίτη και φαρμακερή, τη «συνάντησα» το Σάββατο, στο πεζούλι του σούπερμαρκετ στα Κάτω Πετράλωνα. Την ώρα που έβαζα τα πράγματα στις σακούλες μαζί με τη μάνα μου, το μάτι μου έπεσε πρώτα στο σκουφί. Μετά στο μπουφανάκι. Εκείνη έξω από το σούπερ μάρκετ, εγώ μέσα. Πήγα απ' το πλάι να σιγουρευτώ. Ήταν το ίδιο πλάσμα. Από την τσάντα της εξείχε ένα κεφάλι κούκλας. Στην ουρά του ταμείου όλοι νευρικοί, βιάζονταν, έξω έριχνε "καρέκλες", όλοι στην αγωνία να φτάσουν σπιτάκια τους, ζαλωμένοι με τις ευθύνες και τα αγαθά τους. Ρωτάω την ταμία. «Σχεδόν κάθε μέρα εδώ είναι. Δεν ξέρω να σου πω περισσότερα. Έρχεται, κάθεται κάποιες ώρες, δεν έχω δει κάτι άλλο...Τι μπορούμε να κάνουμε;». Η μικρή εκεί, καθισμένη, έχει απλώσει στα γόνατα ένα φρούτο που προφανώς κάποιος από το σούπερ μάρκετ της είχε δώσει, λίγο πριν. Το ξεφλουδίζει με χεράκια ήρεμα, κουρασμένη με την κούραση ενήλικα, δεν βιάζεται, δεν φαίνεται να λαχταράει, αυτό που ετοιμάζεται να δοκιμάσει.
Βγαίνει κόσμος, την κοιτάει, της αφήνει λίγα ψιλά,
τους κοιτάει μ' εκείνα τα μάτια που, όταν είναι «κουμπωμένα» σε κεφαλάκι όχι μεγαλύτερο των έξι χρονών σε σακατεύει, περνάει την καρδιά σου από τη μηχανή του κιμά και στην έχει έτοιμη σε σακουλάκι να την πάρεις σπίτι. Η μάνα μου κοντοστέκεται, ψάχνει τις τσέπες της, τρελαίνομαι, μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι, τσακωνόμαστε στα μουλωχτά, όρθιες μέσα στη βροχή, με τις σακούλες στα χέρια, η μικρή μας κοιτάει, η μάνα μου βουρκώνει, αλήθεια δεν έχω ιδέα τι κάνουν σ' αυτές τις περιπτώσεις. «Αν το πάρεις σπίτι, μέχρι για αρπαγή ανηλίκου μπορεί να κατηγορηθείς, να το ξέρεις...», είναι η τελευταία κουβέντα που σφυρίζει στ' αυτιά μου, ειλικρινά θέλω ν' ανοίξει η γη να με καταπιεί, είμαι πολλά χρόνια σ' αυτή τη δουλειά, ξέρω τι συμβαίνει σε τέτοιες αναφορές - καταγγελίες.
Δεν είναι η ζωή στους δρόμους, αυτό που φαίνεται στις ταινίες, δεν παίρνεις την... Πρόνοια και κάποιος ενδιαφέρεται για το παιδί, είναι γεμάτα τα ιδρύματα από πλάσματα που κάποιος έκανε, απλώς για να τα παρατήσει έξω απ' το πεζούλι ενός σούπερ μάρκετ και να εισπράξει το βράδυ την υπεραξία τους, μ' αρρωσταίνει η ανημπόρια μου, δεν έχω ιδέα πώς σκατά φτάνω σπίτι. Προσπαθώ να την κάνω εικόνα στα 15, στα 20, στα 30 της. Ένας άνθρωπος τόσος δα, που καλύπτει - ποιός ξέρει πόσο καιρό τώρα; – μια απόσταση που ξεκινάει απ' τα Πετράλωνα και φτάνει Μαρούσι κι ούτε ξέρω ακόμη, πόσο μακριά. Θα πάει σχολείο; Θα παίξει ποτέ; Θα γίνει ποτέ κάτι γι' αυτήν; Και επειδή πολύ πιθανό να τ' ακούσω, ναι, δεν είναι η μόνη, ναι, είναι η Αθήνα γεμάτη από πιτσιρίκια που ζητάνε «κάτι ψιλά, ένα τσιγάρο», όχι, δεν μ' έπιασαν ξαφνικά οι συναισθηματισμοί και το... λουρί της μάνας, απλώς είναι μια εικόνα, πιο άγρια ίσως από το «ντου» της «Χρυσής Αυγής» στις ζωές μας που δεν ξέρω τί να την κάνω. Όποιος ξέρει και μπορεί, πολύ ευχαρίστως να του δώσω συντεταγμένες, λίγο πιο διαφωτιστικές από αυτές που έδωσα εδώ.
Της Χριστίνας Γαλανοπούλου, αναδημοσίευση από την
http://www.lifo.gr
Πρώτη φορά, την είδα
την προηγούμενη Τετάρτη στην Ερμού. Ήρθε εκεί που πίναμε τον βιαστικό
όρθιο καφέ μας και στάθηκε ανάμεσα μας. Μου έκανε εντύπωση που δεν είχε
το χέρι απλωμένο, όπως συνηθίζουν τα παιδιά που εξαναγκάζονται – και
συνηθίζουν – σ' αυτή τη ζωή.
Θα το γράψω κι ας διαφωνήσει όλο το σύμπαν: δεν έβαλα το χέρι στην τσέπη
να ψάξω για κάποιο κέρμα. Δεν το κάνω ποτέ. Προτιμώ να αγοράσω κάτι
φαγώσιμο ή ένα γάλα στο πλάσμα που μου ζητάει «κάτι ψιλά», παρά να δώσω
χρήματα. Βλακωδώς ή όχι, θεωρώ ότι αν το κάναμε όλοι, θα έπαυε ένας
σκασμός κρετίνοι να αμολάει τις ψυχές -που αβασάνιστα έφερε στον κόσμο-
στον δρόμο. Σ' έναν δρόμο που περπατιέται προδιαγεγραμμένα και βγάζει σε
πολύ συγκεκριμένες επιλογές.
Πάμε παρακάτω.
Δεύτερη φορά, την είδα σ' ένα λεωφορείο που πήγαινε Μαρούσι. Πάλι τα
ίδια μάτια, μόνο μάτια, όχι χέρι απλωμένο, μόνο μία μικροσκοπική φάτσα,
ένα κεφάλι μέσα σε σκουφί, αφού γύρισε όλο το "πηγμένο" λεωφορείο ήρθε
και έγειρε πάνω μου, σχεδόν ξεκουραζόταν.
Κατέβηκε πριν από εμένα, υπό βροχή, λίγο πριν τον ΑΝΤ1... Λίγο πριν
κλείσει η πόρτα πίσω της, μια κυρία με συμβούλευσε να «ψαχτώ», ότι και
καλά δεν μου 'λειπε τίποτα, γιατί η μικρή ξεκουράστηκε, στο ύψος που
βρίσκονται οι τσέπες του παλτού.
Εννοείται δεν έλειπε τίποτα.
Τρίτη και φαρμακερή, τη «συνάντησα» το Σάββατο, στο πεζούλι του
σούπερμαρκετ στα Κάτω Πετράλωνα. Την ώρα που έβαζα τα πράγματα στις
σακούλες μαζί με τη μάνα μου, το μάτι μου έπεσε πρώτα στο σκουφί. Μετά
στο μπουφανάκι. Εκείνη έξω από το σούπερ μάρκετ, εγώ μέσα. Πήγα απ' το
πλάι να σιγουρευτώ. Ήταν το ίδιο πλάσμα. Από την τσάντα της εξείχε ένα
κεφάλι κούκλας.
Στην ουρά του ταμείου όλοι νευρικοί, βιάζονταν, έξω έριχνε "καρέκλες",
όλοι στην αγωνία να φτάσουν σπιτάκια τους, ζαλωμένοι με τις ευθύνες και
τα αγαθά τους.
Ρωτάω την ταμία. «Σχεδόν κάθε μέρα εδώ είναι. Δεν ξέρω να σου πω
περισσότερα. Έρχεται, κάθεται κάποιες ώρες, δεν έχω δει κάτι άλλο...Τι
μπορούμε να κάνουμε;».
Η μικρή εκεί, καθισμένη, έχει απλώσει στα γόνατα ένα φρούτο που προφανώς
κάποιος από το σούπερ μάρκετ της είχε δώσει, λίγο πριν. Το ξεφλουδίζει
με χεράκια ήρεμα, κουρασμένη με την κούραση ενήλικα, δεν βιάζεται, δεν
φαίνεται να λαχταράει, αυτό που ετοιμάζεται να δοκιμάσει.
Βγαίνει κόσμος, την κοιτάει, της αφήνει λίγα ψιλά, τους κοιτάει μ'
εκείνα τα μάτια που, όταν είναι «κουμπωμένα» σε κεφαλάκι όχι μεγαλύτερο
των έξι χρονών σε σακατεύει, περνάει την καρδιά σου από τη μηχανή του
κιμά και στην έχει έτοιμη σε σακουλάκι να την πάρεις σπίτι.
Η μάνα μου κοντοστέκεται, ψάχνει τις τσέπες της, τρελαίνομαι, μου
ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι, τσακωνόμαστε στα μουλωχτά, όρθιες μέσα στη
βροχή, με τις σακούλες στα χέρια, η μικρή μας κοιτάει, η μάνα μου
βουρκώνει, αλήθεια δεν έχω ιδέα τι κάνουν σ' αυτές τις περιπτώσεις.
«Αν το πάρεις σπίτι, μέχρι για αρπαγή ανηλίκου μπορεί να κατηγορηθείς,
να το ξέρεις...», είναι η τελευταία κουβέντα που σφυρίζει στ' αυτιά μου,
ειλικρινά θέλω ν' ανοίξει η γη να με καταπιεί, είμαι πολλά χρόνια σ'
αυτή τη δουλειά, ξέρω τι συμβαίνει σε τέτοιες αναφορές - καταγγελίες.
Δεν είναι η ζωή στους δρόμους, αυτό που φαίνεται στις ταινίες, δεν
παίρνεις την... Πρόνοια και κάποιος ενδιαφέρεται για το παιδί, είναι
γεμάτα τα ιδρύματα από πλάσματα που κάποιος έκανε, απλώς για να τα
παρατήσει έξω απ' το πεζούλι ενός σούπερ μάρκετ και να εισπράξει το
βράδυ την υπεραξία τους, μ' αρρωσταίνει η ανημπόρια μου, δεν έχω ιδέα
πώς σκατά φτάνω σπίτι.
Προσπαθώ να την κάνω εικόνα στα 15, στα 20, στα 30 της. Ένας άνθρωπος
τόσος δα, που καλύπτει - ποιός ξέρει πόσο καιρό τώρα; – μια απόσταση που
ξεκινάει απ' τα Πετράλωνα και φτάνει Μαρούσι κι ούτε ξέρω ακόμη, πόσο
μακριά. Θα πάει σχολείο; Θα παίξει ποτέ; Θα γίνει ποτέ κάτι γι' αυτήν;
Και επειδή πολύ πιθανό να τ' ακούσω, ναι, δεν είναι η μόνη, ναι, είναι η
Αθήνα γεμάτη από πιτσιρίκια που ζητάνε «κάτι ψιλά, ένα τσιγάρο», όχι,
δεν μ' έπιασαν ξαφνικά οι συναισθηματισμοί και το... λουρί της μάνας,
απλώς είναι μια εικόνα, πιο άγρια ίσως από το «ντου» της «Χρυσής Αυγής»
στις ζωές μας που δεν ξέρω τί να την κάνω.
Όποιος ξέρει και μπορεί, πολύ ευχαρίστως να του δώσω συντεταγμένες, λίγο
πιο διαφωτιστικές από αυτές που έδωσα εδώ.
* Κατά τα λοιπά, την προηγούμενη εβδομάδα το ΕΣΡ, (μας) έκανε «ντα»
απαγορεύοντας την μετάδοση εικόνων ανθρώπων που βρίσκονται σε ανάγκη. Η
ανεξάρτητη αρχή χρόνια τώρα ζει και ευφραίνεται σε ένα παράλληλο σύμπαν,
εκεί όπου μόνο η «κακή» εικόνα ενοχλεί. Ελπίζω να μην την ενοχλούν και
οι (κακές) σκέψεις. Πηγή:
www.lifo.gr